- σαμοθρᾴκιος
- Σαμοθρᾴκηmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαμοθρᾴκιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμοθρᾴκι' — Σαμοθρᾴκια , Σαμοθρᾴκιον temple of the gods of Samothrace neut nom/voc/acc pl Σαμοθρᾴκια , Σαμοθρᾴκιος neut nom/voc/acc pl Σαμοθρᾴκιε , Σαμοθρᾴκιος masc voc sg Σαμοθρᾴκιαι , Σαμοθρᾴκιος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμοθρᾴκιον — temple of the gods of Samothrace neut nom/voc/acc sg Σαμοθρᾴκιος masc acc sg Σαμοθρᾴκιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμοθράκειος — α, ο / Σαμοθρᾴκιος, α, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. Σαμοθρηΐκιος, η, ον, Α [Σαμοθράκη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νήσο Σαμοθράκη ή στον κάτοικο τής Σαμοθράκης, σαμοθρακιώτικος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ Σαμοθρᾴκιον ναός τών θεών στην Σαμοθράκη … Dictionary of Greek
Σαμοθρᾳκίοις — Σαμοθρᾴκιον temple of the gods of Samothrace neut dat pl Σαμοθρᾴκιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμοθρᾴκια — Σαμοθρᾴκιον temple of the gods of Samothrace neut nom/voc/acc pl Σαμοθρᾴκιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)